γκιοσέμι

γκιοσέμι
το козёл-вожак или баран-вожак стада

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γκιοσέμι" в других словарях:

  • γκιοσέμι — το βλ. γκεσέμι …   Dictionary of Greek

  • γκεσέμι — και γκιοσέμι και κεσέμι, το τράγος ἡ κριάρι που οδηγεί ολόκληρο το κοπάδι, μπροστάρι, σούρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] …   Dictionary of Greek

  • γκεσέμι — γκεσέμι, το και γκιοσέμι, το (λ. τουρκ.), τράγος ή κριάρι που προπορεύεται στο κοπάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»